μετοικος

μετοικος
    μέτοικος
    μέτ-οικος
    ὅ и ἥ
    1) переселенец, чужеземец
    

(ξένος, λόγῳ μ., εἶτα δ΄ ἐγγενές φανήσεται Θηβαῖος Soph.)

    πρὸς οὓς μ. ἔρχομαι перен. Soph.(покойные родители), к которым я ухожу

    2) житель, жилец
    

μ. οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν Soph.(Антигона, которой) не место ни среди живых, ни среди мертвых

    3) (в Афинах) метэк (чужеземец, которому разрешено проживание в городе при оплате особого налога, см. μετοίκιον См. μετοικιον) Thuc., Dem., Arst. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μετοικος" в других словарях:

  • μέτοικος — settler from abroad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — ο, η αυτός που κατοικεί σε ξένο τόπο, ο μετανάστης: Αναγκάστηκε να γίνει μέτοικος σε πόλεις της Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • МЕТЕК —    • Μέτοικος,          см. Ξένος, Иностранец …   Реальный словарь классических древностей

  • μετοίκοις — μέτοικος settler from abroad masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκου — μέτοικος settler from abroad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκους — μέτοικος settler from abroad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκων — μέτοικος settler from abroad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκῳ — μέτοικος settler from abroad masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικε — μέτοικος settler from abroad masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικοι — μέτοικος settler from abroad masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»